- συλλαμβάνω
- ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω]1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον», πάπ.)2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω3. (για γυναίκα) μένω έγκυοςνεοελλ.1. μού έρχεται στον νου, σχηματίζω στη σκέψη («εγώ συνέλαβα την ιδέα να πάμε εκδρομή»)2. φρ. «συλλαμβάνει ο φακός» — γίνεται φωτογράφισηαρχ.1. μαζεύω κάτι και τό φέρνω στο ίδιο σημείο με κάτι άλλο, συνάγω, συναθροίζω και, ιδίως, συγκεντρώνω διεσπαρμένα στρατεύματα («ἀπῄει συλλαβὼν τὸ στράτευμα ὅσον τε ἦλθεν ἔχων»Ξεν.)2. παίρνω κάποιον ή κάτι μαζί μου («ξυλλαβὼν κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῡ», Αριστοφ.)3. κλείνω, σφαλίζω («ξυνέλαβε τὸ στόμα καὶ τοὺς ὀφθαλμούς», Πλάτ.)4. εγκλείω, εσωκλείω («τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνονται συνάγειν τοὺς μηρούς», Σωρ.)5. (στην ομιλία) περιλαμβάνω («ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῑν», Ηρόδ.)6. συνδυάζω κατά την εκφώνηση, κατά την προφορά7. πιάνω με το χέρι, αρπάζω («κόμην ἀπρίξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί», Σοφ.)8. κρατώ κάτι9. δέχομαι κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰ πάντα μὲν νυν ταῡτα συλλαβεῑν ἄνθρωπον», Ηρόδ.)10. παίρνω κάποιον ως βοηθό11. παρίσταμαι και εγώ στην εκτέλεση ενός έργου βοηθώντας κάποιον άλλο12. διευκολύνω την πραγματοποίηση ενός έργου13. αγοράζω κάτι εξ ολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος14. μέσ. συλλαμβάνομαισυμμετέχω σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.